3,273,446
edits
(29) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρθόκραιρος]], -[[αίρα]], -ον, θηλ. και -ος (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που έχει όρθια κέρατα («κρέα... βοῶν ὀρθοκραιράων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός του οποίου τα [[άκρα]] προεξέχουν σαν κέρατα<br /><b>3.</b> (για [[οροσειρά]]) αυτός που έχει μυτερή [[κορυφή]], [[οξυκόρυφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κραιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κραίρα]] «[[κορυφή]], [[κεφαλή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>κραιρος</i>]. | |mltxt=[[ὀρθόκραιρος]], -[[αίρα]], -ον, θηλ. και -ος (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που έχει όρθια κέρατα («κρέα... βοῶν ὀρθοκραιράων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός του οποίου τα [[άκρα]] προεξέχουν σαν κέρατα<br /><b>3.</b> (για [[οροσειρά]]) αυτός που έχει μυτερή [[κορυφή]], [[οξυκόρυφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κραιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κραίρα]] «[[κορυφή]], [[κεφαλή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>κραιρος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρθόκραιρος:''' -α, -ον ([[κραῖρα]]), Επικ. γεν. πληθ. θηλ. <i>-κραιράων</i>· αυτός που έχει ίσια κέρατα, σε Όμηρ.· επίσης, λέγεται για τα [[δύο]] [[άκρα]] της τριήρους, που ήταν ανορθωμένα σαν κέρατα, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |