Anonymous

ὀρθόκραιρος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθόκραιρος:''' -α, -ον ([[κραῖρα]]), Επικ. γεν. πληθ. θηλ. <i>-κραιράων</i>· αυτός που έχει ίσια κέρατα, σε Όμηρ.· επίσης, λέγεται για τα [[δύο]] [[άκρα]] της τριήρους, που ήταν ανορθωμένα σαν κέρατα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὀρθόκραιρος:''' -α, -ον ([[κραῖρα]]), Επικ. γεν. πληθ. θηλ. <i>-κραιράων</i>· αυτός που έχει ίσια κέρατα, σε Όμηρ.· επίσης, λέγεται για τα [[δύο]] [[άκρα]] της τριήρους, που ήταν ανορθωμένα σαν κέρατα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρθόκραιρος:''' <b class="num">1)</b> пряморогий или круторогий ([[βόες]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> с крутой носовой частью, с высоко загнутым носом ([[νέες]] Hom.).
}}
}}