Anonymous

ὁρκωμοτέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />jurer avec serment : τινι, à qqn ; τινα <i>ou</i> [[ἐπί]] τινι, jurer par une divinité ; τινά [[τι]], jurer qch au nom d’un dieu.<br />'''Étymologie:''' [[ὅρκος]], [[ὄμνυμι]].
|btext=-ῶ :<br />jurer avec serment : τινι, à qqn ; τινα <i>ou</i> [[ἐπί]] τινι, jurer par une divinité ; τινά [[τι]], jurer qch au nom d’un dieu.<br />'''Étymologie:''' [[ὅρκος]], [[ὄμνυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁρκωμοτέω:''' ([[ὄμνυμι]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[παίρνω]] όρκο, στους Τραγ.· ακολουθ. από απαρ. αόρ., [[ὁρκωμοτέω]] θεοὺς τὸ μὴ δρᾶσαι, ορκίζονται στους θεούς ότι δεν το έπραξαν, σε Σοφ.· από απαρ. μέλ., <i>Ἄρῃὡρκωμότησαν λαπάξειν</i>, ορκίστηκαν στο όνομα του Άρη ότι θα πραγματοποιούσαν καταστροφές, σε Αισχύλ.
}}
}}