3,274,865
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁρκωμοτέω:''' ([[ὄμνυμι]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[παίρνω]] όρκο, στους Τραγ.· ακολουθ. από απαρ. αόρ., [[ὁρκωμοτέω]] θεοὺς τὸ μὴ δρᾶσαι, ορκίζονται στους θεούς ότι δεν το έπραξαν, σε Σοφ.· από απαρ. μέλ., <i>Ἄρῃὡρκωμότησαν λαπάξειν</i>, ορκίστηκαν στο όνομα του Άρη ότι θα πραγματοποιούσαν καταστροφές, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὁρκωμοτέω:''' ([[ὄμνυμι]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[παίρνω]] όρκο, στους Τραγ.· ακολουθ. από απαρ. αόρ., [[ὁρκωμοτέω]] θεοὺς τὸ μὴ δρᾶσαι, ορκίζονται στους θεούς ότι δεν το έπραξαν, σε Σοφ.· από απαρ. μέλ., <i>Ἄρῃὡρκωμότησαν λαπάξειν</i>, ορκίστηκαν στο όνομα του Άρη ότι θα πραγματοποιούσαν καταστροφές, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁρκωμοτέω:''' приносить (давать) клятву, клясться: ὁ. τινι Aesch. клясться кому-л.; ὁ. τινα Aesch. и ἐπὶ τινι Luc. клясться кем-л.; ὁ. θεοὺς τὸ μὴ δρᾶσαι Soph. клясться богами в своей непричастности к делу; ὁ. κατὰ σφαγίων Plut. приносить клятву, скрепленную жертвоприношением; πάσης [[ὑπὲρ]] γῆς ὁ. Eur. давать клятву от имени всей страны. | |||
}} | }} |