Anonymous

ὀψαρότης: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀψαρότης]], ὁ (Α)<br />αυτός που οργώνει τον αγρό καθυστερημένα, [[αργά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψέ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἀρῶ</i> «[[οργώνω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ότης</i>].
|mltxt=[[ὀψαρότης]], ὁ (Α)<br />αυτός που οργώνει τον αγρό καθυστερημένα, [[αργά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψέ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἀρῶ</i> «[[οργώνω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ότης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀψᾰρότης:''' -ου, ὁ ([[ὀψέ]]), αυτός που οργώνει καθυστερημένα, σε Ησίοδ.
}}
}}