Anonymous

ὀψαρότης: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀψᾰρότης:''' -ου, ὁ ([[ὀψέ]]), αυτός που οργώνει καθυστερημένα, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ὀψᾰρότης:''' -ου, ὁ ([[ὀψέ]]), αυτός που οργώνει καθυστερημένα, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀψᾰρότης:''' ου adj. m поздно пашущий Hes.
}}
}}