3,277,218
edits
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[παιδικός]], -ή, -όν) [[παῖς]], <i>παιδός</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[παιδί]] (α. «παιδική [[ηλικία]]» — η [[περίοδος]] της ζωής του ανθρώπου από τη [[γέννηση]] έως την [[έναρξη]] της ήβης<br />θ. «παιδικό [[θέατρο]]» γ. «[[παιδικός]] [[χορός]]», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[παιδαριώδης]], [[παιδιάστικος]] (α. «παιδική [[αφέλεια]]» β. «ἠλίθιον καὶ [[λίαν]] παιδικόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «παιδικά δικαστήρια» — ειδικά δικαστήρια εντεταλμένα να εκδικάζουν αξιόποινες πράξεις που τελούνται από ανηλίκους<br />β) «παιδικά νοσήματα» — νόσοι που εμφανίζονται χαρακτηριστικά [[κατά]] τη [[διάρκεια]] ενός φάσματος ηλικιών που αρχίζει από το [[έμβρυο]] και συνεχίζεται ώς και την [[εφηβεία]]<br />γ) «παιδική [[λογοτεχνία]]» — [[κείμενα]] που συνοδεύονται [[συνήθως]] από [[εικονογράφηση]] και απευθύνονται σε [[παιδιά]] και νέους, με ψυχαγωγικό και παιδευτικό [[περιεχόμενο]]<br />δ) «[[παιδικός]] [[σταθμός]]» — κρατικό ή ιδιωτικό [[ίδρυμα]] πρόνοιας και περίθαλψης που έχει ως [[έργο]] του την ημερήσια [[διατροφή]], τη [[διαπαιδαγώγηση]] και την [[ψυχαγωγία]] βρεφών και νηπίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διασκεδαστικός]], [[παιγνιώδης]] («καὶ μὴν μετεῑχε μὲν ἥδιστα παιδικῶν λόγων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγαπημένο [[παιδί]], [[ερωτικός]] («παιδικοὶ ὕμνοι» — ερωτικά άσματα, Βάκχ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παιδικόν</i><br />α) γυμναστήριο για αγόρια<br />β) [[ερωμένος]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ παιδικά</i><br />α) (ενν. [[μέλη]]) όπως το 29ο [[ειδύλλιο]] του Θεοκρίτου<br />β) ([[πάντοτε]] για ένα [[πρόσωπο]], συν. [[αγόρι]]) αγαπημένο [[πρόσωπο]] («τὰ παιδίχ ὡς ὁρᾷς, ἀπώλεσας», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> αγαπημένη [[σπουδή]] και [[μελέτη]] («τὴν φιλοσοφίαν, τὰ ἐμὰ παιδικά», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιδικώς</i> και -<i>ά</i> (Α παιδικῶς)<br />με παιδικό τρόπο, σαν [[παιδί]], παιδιακήσια. | |mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[παιδικός]], -ή, -όν) [[παῖς]], <i>παιδός</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[παιδί]] (α. «παιδική [[ηλικία]]» — η [[περίοδος]] της ζωής του ανθρώπου από τη [[γέννηση]] έως την [[έναρξη]] της ήβης<br />θ. «παιδικό [[θέατρο]]» γ. «[[παιδικός]] [[χορός]]», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[παιδαριώδης]], [[παιδιάστικος]] (α. «παιδική [[αφέλεια]]» β. «ἠλίθιον καὶ [[λίαν]] παιδικόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «παιδικά δικαστήρια» — ειδικά δικαστήρια εντεταλμένα να εκδικάζουν αξιόποινες πράξεις που τελούνται από ανηλίκους<br />β) «παιδικά νοσήματα» — νόσοι που εμφανίζονται χαρακτηριστικά [[κατά]] τη [[διάρκεια]] ενός φάσματος ηλικιών που αρχίζει από το [[έμβρυο]] και συνεχίζεται ώς και την [[εφηβεία]]<br />γ) «παιδική [[λογοτεχνία]]» — [[κείμενα]] που συνοδεύονται [[συνήθως]] από [[εικονογράφηση]] και απευθύνονται σε [[παιδιά]] και νέους, με ψυχαγωγικό και παιδευτικό [[περιεχόμενο]]<br />δ) «[[παιδικός]] [[σταθμός]]» — κρατικό ή ιδιωτικό [[ίδρυμα]] πρόνοιας και περίθαλψης που έχει ως [[έργο]] του την ημερήσια [[διατροφή]], τη [[διαπαιδαγώγηση]] και την [[ψυχαγωγία]] βρεφών και νηπίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διασκεδαστικός]], [[παιγνιώδης]] («καὶ μὴν μετεῑχε μὲν ἥδιστα παιδικῶν λόγων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγαπημένο [[παιδί]], [[ερωτικός]] («παιδικοὶ ὕμνοι» — ερωτικά άσματα, Βάκχ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παιδικόν</i><br />α) γυμναστήριο για αγόρια<br />β) [[ερωμένος]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ παιδικά</i><br />α) (ενν. [[μέλη]]) όπως το 29ο [[ειδύλλιο]] του Θεοκρίτου<br />β) ([[πάντοτε]] για ένα [[πρόσωπο]], συν. [[αγόρι]]) αγαπημένο [[πρόσωπο]] («τὰ παιδίχ ὡς ὁρᾷς, ἀπώλεσας», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> αγαπημένη [[σπουδή]] και [[μελέτη]] («τὴν φιλοσοφίαν, τὰ ἐμὰ παιδικά», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιδικώς</i> και -<i>ά</i> (Α παιδικῶς)<br />με παιδικό τρόπο, σαν [[παιδί]], παιδιακήσια. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παιδικός:''' -ή, -όν ([[παῖς]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[παιδί]], [[παιδικός]], Λατ. [[puerilis]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[παιγνιώδης]], [[διασκεδαστικός]], στον ίδ., Ξεν.· ομοίως, επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε αγαπητό [[παιδί]], παιδικὸς [[λόγος]], ερωτική [[διήγηση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ. <i>παιδικά</i>, <i>-ῶν</i>, αγαπητά, αγαπημένα, Λατ. [[deliciae]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ. | |||
}} | }} |