παιδικός: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παιδικός:''' -ή, -όν ([[παῖς]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[παιδί]], [[παιδικός]], Λατ. [[puerilis]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[παιγνιώδης]], [[διασκεδαστικός]], στον ίδ., Ξεν.· ομοίως, επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε αγαπητό [[παιδί]], παιδικὸς [[λόγος]], ερωτική [[διήγηση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ. <i>παιδικά</i>, <i>-ῶν</i>, αγαπητά, αγαπημένα, Λατ. [[deliciae]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''παιδικός:''' -ή, -όν ([[παῖς]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[παιδί]], [[παιδικός]], Λατ. [[puerilis]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[παιγνιώδης]], [[διασκεδαστικός]], στον ίδ., Ξεν.· ομοίως, επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε αγαπητό [[παιδί]], παιδικὸς [[λόγος]], ερωτική [[διήγηση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ. <i>παιδικά</i>, <i>-ῶν</i>, αγαπητά, αγαπημένα, Λατ. [[deliciae]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''παιδικός:''' <b class="num">1)</b> детский, юношеский ([[ἄθλημα]] Plat.; [[ἡλικία]], [[ἱμάτιον]] Plut.): π. [[χορός]] Lys. детский хор;<br /><b class="num">2)</b> ребяческий, несерьезный ([[ἠλίθιος]] καὶ [[λίαν]] π. Arst.);<br /><b class="num">3)</b> любимый, излюбленный (см. [[παιδικά]]);<br /><b class="num">4)</b> любовный: π. [[λόγος]] Xen. любовная повесть.<br /><b class="num">II</b> ὁ любимец, (ἐρασταὶ καὶ παιδικοί Plat.).
}}
}}