Anonymous

οὐλοχύται: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐλοχύται]], αἱ (Α)<br /><b>1.</b> το [[κάνιστρο]] ή το [[αγγείο]] στο οποίο τοποθετούσαν το χοντροκομμένο [[κριθάρι]] με το οποίο πασπάλιζαν το [[θύμα]] [[πριν]] από τη [[θυσία]]<br /><b>2.</b> το χοντροαλεσμένο [[κριθάρι]] με το οποίο πασπάλιζαν το [[θύμα]] και τον βωμό [[πριν]] από τη [[θυσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>οὐλὰς χυτάς</i> ή [[απλώς]] για σύνθ. <span style="color: red;"><</span> [[οὐλαί]] <span style="color: red;">+</span> <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τος</i>].
|mltxt=[[οὐλοχύται]], αἱ (Α)<br /><b>1.</b> το [[κάνιστρο]] ή το [[αγγείο]] στο οποίο τοποθετούσαν το χοντροκομμένο [[κριθάρι]] με το οποίο πασπάλιζαν το [[θύμα]] [[πριν]] από τη [[θυσία]]<br /><b>2.</b> το χοντροαλεσμένο [[κριθάρι]] με το οποίο πασπάλιζαν το [[θύμα]] και τον βωμό [[πριν]] από τη [[θυσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>οὐλὰς χυτάς</i> ή [[απλώς]] για σύνθ. <span style="color: red;"><</span> [[οὐλαί]] <span style="color: red;">+</span> <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὐλοχύται:''' [ῠ], αἱ ([[οὐλαί]], [[χέω]]), ολόκληροι ή χοντροαλεσμένοι κόκκοι κριθαριού, με τους οποίους έραιναν τα ζώα που όδευαν στο θυσιαστήριο, λίγο [[πριν]] θυσιαστούν, σε Όμηρ.· πρβλ. [[ἄρχω]] II. 2.
}}
}}