Anonymous

οἰνοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (Α [[οἰνοφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει οίνο («[[οἰνοφόρος]] [[κύλιξ]]», Κριτί.)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει οίνο, [[οινοπαραγωγός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ οἰνοφόρον</i> (ενν. [[σκεύος]] ή [[αγγείον]])<br />[[σκεύος]] για [[μεταφορά]] κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (Α [[οἰνοφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει οίνο («[[οἰνοφόρος]] [[κύλιξ]]», Κριτί.)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει οίνο, [[οινοπαραγωγός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ οἰνοφόρον</i> (ενν. [[σκεύος]] ή [[αγγείον]])<br />[[σκεύος]] για [[μεταφορά]] κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰνοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που περιέχει [[κρασί]], σε Κριτ.· <i>οἰνοφόρον</i> (ενν. [[σκεῦος]]), [[δοχείο]] που περιέχει [[κρασί]], oenophorus, στον Οράτ.
}}
}}