οἰνοφόρος
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
οἰνοφόρον,
A holding wine, κύλιξ Critias6.2 D.; δέρμα PLond. 2.402v.22 (ii B. C.); σκεύη Hdn.8.4.4.
II Subst. οἰνοφόρον (sc. σκεῦος or ἀγγεῖον), τό, wine-jar, Poll.6.14: oenophorus Probusin Gramm.Lat.4.211 K. (gender indeterminate in Hor.Sat.1.6.109, etc.).
III wine-producing, βότρυς Archestr.Fr.36.2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui produit du vin;
2 qui contient du vin.
Étymologie: οἶνος, φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοφόρος: -ον, ὁ φέρων, περιέχων οἶνον, κύλιξ Κριτίας 2. 2· οἰνοφόρον (ἐξυπακ. σκεῦος ἢ ἀγγεῖον), ἀγγεῖον ἔχον οἶνον, Ἡρῳδιαν. 8. 4, 9, Πολυδ. Ϛ΄, 14· οἰνοφορεῖον ἢ -φόριον ἐν Γλωσσ., oenophorus παρ’ Ὁρατίῳ. ΙΙ. ὁ παράγων οἶνον, βότρυς, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321C· κώμη Συλλ. Ἐπιγρ. 9612.
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α (Α οἰνοφόρος, -ον)
1. αυτός που περιέχει οίνο («οἰνοφόρος κύλιξ», Κριτί.)
2. αυτός που παράγει οίνο, οινοπαραγωγός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰνοφόρον (ενν. σκεύος ή αγγείον)
σκεύος για μεταφορά κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -φόρος].
Greek Monotonic
οἰνοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που περιέχει κρασί, σε Κριτ.· οἰνοφόρον (ενν. σκεῦος), δοχείο που περιέχει κρασί, oenophorus, στον Οράτ.
Middle Liddell
οἰνο-φόρος, ον, φέρω
holding wine, Critias; οἰνοφόρον, (sc. σκεῦοσ) a wine-jar, oenophrus, in Hor.
German (Pape)
Wein tragend, enthaltend; βότρυς, Archestr. bei Ath. VII.321c; κύλιξ, Critia. ib. X.430; σκεῦος, Hdn. 8.4.9.