Anonymous

ὄχος: Difference between revisions

From LSJ
1,027 bytes added ,  31 December 2018
5
(SL_2)
(5)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὄχος]], τό; [[ὄκχος]], ὁ</b> (cf. [[ὄχημα]]) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[chariot]], esp. [[mule]] [[chariot]]. Ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων (sc. ?[[κῶμος]], the [[procession]] in [[honour]] of Psaumis' [[mule]] [[chariot]]) (O. 4.11) [[ὑπέδεκτο]] δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ (P. 9.11) met., of the [[chariot]] of [[song]], [[ὄφρα]] κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον (O. 6.24)
|sltr=[[ὄχος]], τό; [[ὄκχος]], ὁ</b> (cf. [[ὄχημα]]) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[chariot]], esp. [[mule]] [[chariot]]. Ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων (sc. ?[[κῶμος]], the [[procession]] in [[honour]] of Psaumis' [[mule]] [[chariot]]) (O. 4.11) [[ὑπέδεκτο]] δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ (P. 9.11) met., of the [[chariot]] of [[song]], [[ὄφρα]] κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον (O. 6.24)
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὄχος:''' ὁ ([[ἔχω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> οτιδήποτε φέρει, μεταφέρει η [[άμαξα]], Λατ. [[vehiculum]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· στον Όμηρ. σε ετερόκλ. ουδ. πληθ. <i>ὄχεα</i>, <i>τά</i>, λέγεται για ένα μόνο [[άρμα]]· <i>ἐξ ὀχέων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· και στην ποιητ. δοτ. [[ὄχεσφι]], <i>-φιν</i>, στο ίδ.· [[έπειτα]] σε αρσ. πληθ., <i>ἐπ' εὐκύκλοις ὄχοις</i>, λέγεται για τις Σκυθικές άμαξες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τρόχαλοι ὄχοι ἀπήνης</i>, τα ταχέα στηρίγματα του άρματος, δηλ. οι τροχοί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε συγκρατεί, [[νηῶν]] ὄχοι, τα στηρίγματα των πλοίων, δηλ. τα λιμάνια, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}