Anonymous

ὄχος: Difference between revisions

From LSJ
663 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄχος:''' ὁ ([[ἔχω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> οτιδήποτε φέρει, μεταφέρει η [[άμαξα]], Λατ. [[vehiculum]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· στον Όμηρ. σε ετερόκλ. ουδ. πληθ. <i>ὄχεα</i>, <i>τά</i>, λέγεται για ένα μόνο [[άρμα]]· <i>ἐξ ὀχέων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· και στην ποιητ. δοτ. [[ὄχεσφι]], <i>-φιν</i>, στο ίδ.· [[έπειτα]] σε αρσ. πληθ., <i>ἐπ' εὐκύκλοις ὄχοις</i>, λέγεται για τις Σκυθικές άμαξες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τρόχαλοι ὄχοι ἀπήνης</i>, τα ταχέα στηρίγματα του άρματος, δηλ. οι τροχοί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε συγκρατεί, [[νηῶν]] ὄχοι, τα στηρίγματα των πλοίων, δηλ. τα λιμάνια, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὄχος:''' ὁ ([[ἔχω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> οτιδήποτε φέρει, μεταφέρει η [[άμαξα]], Λατ. [[vehiculum]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· στον Όμηρ. σε ετερόκλ. ουδ. πληθ. <i>ὄχεα</i>, <i>τά</i>, λέγεται για ένα μόνο [[άρμα]]· <i>ἐξ ὀχέων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· και στην ποιητ. δοτ. [[ὄχεσφι]], <i>-φιν</i>, στο ίδ.· [[έπειτα]] σε αρσ. πληθ., <i>ἐπ' εὐκύκλοις ὄχοις</i>, λέγεται για τις Σκυθικές άμαξες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τρόχαλοι ὄχοι ἀπήνης</i>, τα ταχέα στηρίγματα του άρματος, δηλ. οι τροχοί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε συγκρατεί, [[νηῶν]] ὄχοι, τα στηρίγματα των πλοίων, δηλ. τα λιμάνια, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄχος:''' <b class="num">I</b> ὁ [[ἔχω]] вместилище, т. е. убежище, укрытие ([[νηῶν]] Hom.).<br />εος τό и [[ὄχος]] ὁ [[ὀχέω]] (эп. pl.: gen. ὀχέων, dat. ὀχέσφι(ν) )<br /><b class="num">1)</b> (преимущ. pl.) колесница, повозка: ἵππους λύειν ἐξ ὄχων Hom. выпрячь коней из колесницы; ἁρμάτων ὄ. или ὄχοι Eur. колесница;<br /><b class="num">2)</b> корабль (ὄ. [[ταχυήρης]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> колесо (τροχαλοὶ ὄχοι Eur.).
}}
}}