Anonymous

πανδοκεύω: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[πανδοχεύω]].
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[πανδοχεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πανδοκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, (πάνδοχος), [[υποδέχομαι]] και [[διασκεδάζω]] κάποιον φιλοξενούμενο, σε Ηρόδ., Πλάτ.· απόλ., [[διατηρώ]] [[πανδοχείο]] ή ξενώνα, σε Θεόφρ.
}}
}}