3,276,318
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πανδοκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, (πάνδοχος), [[υποδέχομαι]] και [[διασκεδάζω]] κάποιον φιλοξενούμενο, σε Ηρόδ., Πλάτ.· απόλ., [[διατηρώ]] [[πανδοχείο]] ή ξενώνα, σε Θεόφρ. | |lsmtext='''πανδοκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, (πάνδοχος), [[υποδέχομαι]] και [[διασκεδάζω]] κάποιον φιλοξενούμενο, σε Ηρόδ., Πλάτ.· απόλ., [[διατηρώ]] [[πανδοχείο]] ή ξενώνα, σε Θεόφρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πανδοκεύω [πάνδοκος] gastvrij ontvangen; Hdt. 4.95.3; abs. herberg houden, een herberg runnen. Thphr. Char. 6.5. | |||
}} | }} |