Anonymous

πανδοκεύω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πανδοκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, (πάνδοχος), [[υποδέχομαι]] και [[διασκεδάζω]] κάποιον φιλοξενούμενο, σε Ηρόδ., Πλάτ.· απόλ., [[διατηρώ]] [[πανδοχείο]] ή ξενώνα, σε Θεόφρ.
|lsmtext='''πανδοκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, (πάνδοχος), [[υποδέχομαι]] και [[διασκεδάζω]] κάποιον φιλοξενούμενο, σε Ηρόδ., Πλάτ.· απόλ., [[διατηρώ]] [[πανδοχείο]] ή ξενώνα, σε Θεόφρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πανδοκεύω [πάνδοκος] gastvrij ontvangen; Hdt. 4.95.3; abs. herberg houden, een herberg runnen. Thphr. Char. 6.5.
}}
}}