Anonymous

ὀχλώδης: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀχλώδης]], -ῶδες (ΑΜ) [[όχλος]]<br />αυτός που προέρχεται από τον όχλο, [[χυδαίος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θορυβώδης]], [[ταραχώδης]]<br /><b>2.</b> [[δυσάρεστος]], [[οχληρός]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με πληγές) [[ενοχλητικός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀχλῶδες</i><br />η [[οχληρότητα]].
|mltxt=[[ὀχλώδης]], -ῶδες (ΑΜ) [[όχλος]]<br />αυτός που προέρχεται από τον όχλο, [[χυδαίος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θορυβώδης]], [[ταραχώδης]]<br /><b>2.</b> [[δυσάρεστος]], [[οχληρός]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με πληγές) [[ενοχλητικός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀχλῶδες</i><br />η [[οχληρότητα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀχλώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[κάτι]] που μοιάζει με όχλο· ομοίως,<br /><b class="num">1.</b> [[ταραχώδης]], [[ακυβέρνητος]], σε Πλάτ.· <i>τὸ ὀχλῶδες</i>, [[οχληρότητα]], το να προκαλεί [[κάποιος]] [[ενόχληση]] σε κάποιον, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[κοινός]], [[χυδαίος]], [[λαϊκός]], σε Πλούτ.
}}
}}