Anonymous

ὀχλώδης: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀχλώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[κάτι]] που μοιάζει με όχλο· ομοίως,<br /><b class="num">1.</b> [[ταραχώδης]], [[ακυβέρνητος]], σε Πλάτ.· <i>τὸ ὀχλῶδες</i>, [[οχληρότητα]], το να προκαλεί [[κάποιος]] [[ενόχληση]] σε κάποιον, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[κοινός]], [[χυδαίος]], [[λαϊκός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ὀχλώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[κάτι]] που μοιάζει με όχλο· ομοίως,<br /><b class="num">1.</b> [[ταραχώδης]], [[ακυβέρνητος]], σε Πλάτ.· <i>τὸ ὀχλῶδες</i>, [[οχληρότητα]], το να προκαλεί [[κάποιος]] [[ενόχληση]] σε κάποιον, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[κοινός]], [[χυδαίος]], [[λαϊκός]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχλώδης:''' <b class="num">1)</b> беспокойный, мятущийся ([[θηρίον]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> общенародный, всеобщий ([[δόξα]], [[θρίαμβος]] Plut.).
}}
}}