3,277,300
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀχλώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[κάτι]] που μοιάζει με όχλο· ομοίως,<br /><b class="num">1.</b> [[ταραχώδης]], [[ακυβέρνητος]], σε Πλάτ.· <i>τὸ ὀχλῶδες</i>, [[οχληρότητα]], το να προκαλεί [[κάποιος]] [[ενόχληση]] σε κάποιον, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[κοινός]], [[χυδαίος]], [[λαϊκός]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ὀχλώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[κάτι]] που μοιάζει με όχλο· ομοίως,<br /><b class="num">1.</b> [[ταραχώδης]], [[ακυβέρνητος]], σε Πλάτ.· <i>τὸ ὀχλῶδες</i>, [[οχληρότητα]], το να προκαλεί [[κάποιος]] [[ενόχληση]] σε κάποιον, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[κοινός]], [[χυδαίος]], [[λαϊκός]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀχλώδης:''' <b class="num">1)</b> беспокойный, мятущийся ([[θηρίον]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> общенародный, всеобщий ([[δόξα]], [[θρίαμβος]] Plut.). | |||
}} | }} |