Anonymous

παραδύομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]] από [[κάπου]] [[κρυφά]], [[διεισδύω]] («ταῡτα... τεχνήσομαι... στενωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]], [[τρυπώνω]] («εἰς τὴν πόλιν παραδύντα», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]] από [[κάπου]] [[κρυφά]], [[διεισδύω]] («ταῡτα... τεχνήσομαι... στενωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]], [[τρυπώνω]] («εἰς τὴν πόλιν παραδύντα», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραδύομαι:''' Μέσ., με Ενεργ. αμτβ. αορ. βʹ <i>παρέδυν</i>, Επικ. απαρ. [[παραδύμεναι]] [ῡ]·<br /><b class="num">1.</b> κινούμαι [[αργά]], [[φεύγω]] [[κρυφά]], [[μπαίνω]] [[απαρατήρητος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[διεισδύω]] ή [[μπαίνω]] [[κρυφά]], σε Πλάτ., Δημ.
}}
}}