Anonymous

παραδύομαι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραδύομαι:''' Μέσ., με Ενεργ. αμτβ. αορ. βʹ <i>παρέδυν</i>, Επικ. απαρ. [[παραδύμεναι]] [ῡ]·<br /><b class="num">1.</b> κινούμαι [[αργά]], [[φεύγω]] [[κρυφά]], [[μπαίνω]] [[απαρατήρητος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[διεισδύω]] ή [[μπαίνω]] [[κρυφά]], σε Πλάτ., Δημ.
|lsmtext='''παραδύομαι:''' Μέσ., με Ενεργ. αμτβ. αορ. βʹ <i>παρέδυν</i>, Επικ. απαρ. [[παραδύμεναι]] [ῡ]·<br /><b class="num">1.</b> κινούμαι [[αργά]], [[φεύγω]] [[κρυφά]], [[μπαίνω]] [[απαρατήρητος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[διεισδύω]] ή [[μπαίνω]] [[κρυφά]], σε Πλάτ., Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-δύομαι, ep. inf. aor. παραδύμεναι, langssluipen, binnensluipen:. στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι op een smalle weg voorbijglippen Il. 23.416; ἐκδρᾶσα παρέδυν ik sloop weg naar buiten Aristoph. Eccl. 55; ἡ παρανομία λανθάνει παραδυομένη heimelijk sluipt de wetteloosheid binnen Plat. Resp. 424d; εἰς Πελοπόννησον παρεδύετο hij probeerde de Peloponnesus binnen te glippen Dem. 18.79.
}}
}}