Anonymous

πανουργέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>pf.</i> πεπανούργηκα;<br />être fourbe, méchant : [[τι]] SOPH tramer <i>ou</i> commettre qqe méchanceté.<br />'''Étymologie:''' [[πανοῦργος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>pf.</i> πεπανούργηκα;<br />être fourbe, méchant : [[τι]] SOPH tramer <i>ou</i> commettre qqe méchanceté.<br />'''Étymologie:''' [[πανοῦργος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰνουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>πεπανούργηκα</i>· φέρομαι ως [[πανούργος]] ή [[απατεώνας]], σε Ευρ., Αριστοφ.· <i>ἃ πανουργεῖς</i>, οι απατεωνιές που κάνεις, σε Αριστοφ.· <i>ὅσια πανουργήσασα</i> (οξύμωρο), έχω διαπράξει ένα [[ιερό]] [[έγκλημα]], σε Σοφ.
}}
}}