Anonymous

πανουργέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰνουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>πεπανούργηκα</i>· φέρομαι ως [[πανούργος]] ή [[απατεώνας]], σε Ευρ., Αριστοφ.· <i>ἃ πανουργεῖς</i>, οι απατεωνιές που κάνεις, σε Αριστοφ.· <i>ὅσια πανουργήσασα</i> (οξύμωρο), έχω διαπράξει ένα [[ιερό]] [[έγκλημα]], σε Σοφ.
|lsmtext='''πᾰνουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>πεπανούργηκα</i>· φέρομαι ως [[πανούργος]] ή [[απατεώνας]], σε Ευρ., Αριστοφ.· <i>ἃ πανουργεῖς</i>, οι απατεωνιές που κάνεις, σε Αριστοφ.· <i>ὅσια πανουργήσασα</i> (οξύμωρο), έχω διαπράξει ένα [[ιερό]] [[έγκλημα]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰνουργέω:''' (тж. πανουργίας π. Dem.) поступать коварно или злодейски Plut.: ἃ πεπανούργηκας Arph. то, что ты натворил (дурного); ὅσια π. Soph. пойти на преступление ради священного долга.
}}
}}