3,277,179
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πᾰνουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>πεπανούργηκα</i>· φέρομαι ως [[πανούργος]] ή [[απατεώνας]], σε Ευρ., Αριστοφ.· <i>ἃ πανουργεῖς</i>, οι απατεωνιές που κάνεις, σε Αριστοφ.· <i>ὅσια πανουργήσασα</i> (οξύμωρο), έχω διαπράξει ένα [[ιερό]] [[έγκλημα]], σε Σοφ. | |lsmtext='''πᾰνουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>πεπανούργηκα</i>· φέρομαι ως [[πανούργος]] ή [[απατεώνας]], σε Ευρ., Αριστοφ.· <i>ἃ πανουργεῖς</i>, οι απατεωνιές που κάνεις, σε Αριστοφ.· <i>ὅσια πανουργήσασα</i> (οξύμωρο), έχω διαπράξει ένα [[ιερό]] [[έγκλημα]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰνουργέω:''' (тж. πανουργίας π. Dem.) поступать коварно или злодейски Plut.: ἃ πεπανούργηκας Arph. то, что ты натворил (дурного); ὅσια π. Soph. пойти на преступление ради священного долга. | |||
}} | }} |