Anonymous

παρακαταβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτω]], [[καταθέτω]] [[κάτι]] [[πλησίον]], [[ξεφορτώνω]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (ως [[δικανικός]] όρος) [[εγείρω]] ιδιαίτερες αξιώσεις σχετικά με [[κληρονομιά]] ή με [[περιουσία]], η οποία δημεύθηκε ή κηρύχθηκε επίδικη καταθέτοντας ταυτόχρονα ένα [[ποσό]] χρημάτων ως [[ενέχυρο]] («οὑτοσὶ παρακατέβαλε τοῦ κλήρου ὡς υἱὸς [[γνήσιος]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρακαταβάλλομαι</i><br />[[επισυνάπτω]] [[ψήφισμα]] σε [[δήλωση]] που γίνεται («προθέμενοι δὲ τὰς προειρημένας αἰτίας ἐν τῷ δόγματι παρακατεβάλοντο [[ψήφισμα]]», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτω]], [[καταθέτω]] [[κάτι]] [[πλησίον]], [[ξεφορτώνω]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (ως [[δικανικός]] όρος) [[εγείρω]] ιδιαίτερες αξιώσεις σχετικά με [[κληρονομιά]] ή με [[περιουσία]], η οποία δημεύθηκε ή κηρύχθηκε επίδικη καταθέτοντας ταυτόχρονα ένα [[ποσό]] χρημάτων ως [[ενέχυρο]] («οὑτοσὶ παρακατέβαλε τοῦ κλήρου ὡς υἱὸς [[γνήσιος]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρακαταβάλλομαι</i><br />[[επισυνάπτω]] [[ψήφισμα]] σε [[δήλωση]] που γίνεται («προθέμενοι δὲ τὰς προειρημένας αἰτίας ἐν τῷ δόγματι παρακατεβάλοντο [[ψήφισμα]]», <b>Πολ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρακαταβάλλω:''' μέλ. <i>-καταβᾰλῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-κατέβᾰλον</i>, Επικ. <i>-κάββαλον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ρίχνω]] [[παραδίπλα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ζῶμα]] δέ οἱ [[παρακάββαλεν]], τοποθέτησε την [[ζώνη]] σ' αυτόν, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, έχω ειδική περιουσιακή [[αξίωση]], λέγεται όταν ο αιτών είχε προκαταβάλει [[ποσό]] που ονομάζεται [[παρακαταβολή]], σε Δημ.
}}
}}