Anonymous

παρακαταβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρακαταβάλλω:''' μέλ. <i>-καταβᾰλῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-κατέβᾰλον</i>, Επικ. <i>-κάββαλον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ρίχνω]] [[παραδίπλα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ζῶμα]] δέ οἱ [[παρακάββαλεν]], τοποθέτησε την [[ζώνη]] σ' αυτόν, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, έχω ειδική περιουσιακή [[αξίωση]], λέγεται όταν ο αιτών είχε προκαταβάλει [[ποσό]] που ονομάζεται [[παρακαταβολή]], σε Δημ.
|lsmtext='''παρακαταβάλλω:''' μέλ. <i>-καταβᾰλῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-κατέβᾰλον</i>, Επικ. <i>-κάββαλον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ρίχνω]] [[παραδίπλα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ζῶμα]] δέ οἱ [[παρακάββαλεν]], τοποθέτησε την [[ζώνη]] σ' αυτόν, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, έχω ειδική περιουσιακή [[αξίωση]], λέγεται όταν ο αιτών είχε προκαταβάλει [[ποσό]] που ονομάζεται [[παρακαταβολή]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρακαταβάλλω:''' (эп. aor. 2 [[παρακάββαλον]])<br /><b class="num">1)</b> сваливать, складывать (ὕλην Hom.);<br /><b class="num">2)</b> накидывать, надевать (ζῶμά τινι Hom.);<br /><b class="num">3)</b> (тж. π. τοῦ κλήρου Dem.) вносить залог в обеспечение своего иска о наследстве Isae.;<br /><b class="num">4)</b> med. прилагать к своему заявлению проект закона, т. е. вносить в качестве законопроекта, представлять на утверждение ([[ψήφισμα]] Polyb.).
}}
}}