Anonymous

παλίνσκιος: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλίνσκιος]] ή [[παλίσκιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκιάζεται εκ νέου ή αυτός που έχει πυκνή [[σκιά]] («ἐλαῑαι οὐ... γίγνονται παλίνσκιοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παλίνσκιον</i><br />[[τόπος]] που σκιάζεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλι]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> [[σκιά]].
|mltxt=[[παλίνσκιος]] ή [[παλίσκιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκιάζεται εκ νέου ή αυτός που έχει πυκνή [[σκιά]] («ἐλαῑαι οὐ... γίγνονται παλίνσκιοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παλίνσκιον</i><br />[[τόπος]] που σκιάζεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλι]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> [[σκιά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίνσκιος:''' ή παλί-σκιος, -ον, αυτός που σκιάζεται [[ξανά]] από [[παντού]], που έχει πυκνή [[φυλλωσιά]], σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.
}}
}}