Anonymous

παλίνσκιος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίνσκιος:''' ή παλί-σκιος, -ον, αυτός που σκιάζεται [[ξανά]] από [[παντού]], που έχει πυκνή [[φυλλωσιά]], σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.
|lsmtext='''πᾰλίνσκιος:''' ή παλί-σκιος, -ον, αυτός που σκιάζεται [[ξανά]] από [[παντού]], που έχει πυκνή [[φυλλωσιά]], σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίνσκιος:''' <b class="num">1)</b> покрывающий сплошной или вечной тенью, тенистый (ἐλαῖαι οὐ παλίνσκιοι Arst.; [[λαγών]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> темный, мрачный ([[χειμών]] Soph.).
}}
}}