Anonymous

παραίρεσις: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έσεως, ἡ, Α [[παραιρώ]]<br /><b>1.</b> [[αφαίρεση]] αντικειμένου που ανήκει σε άλλον («διὸ καὶ παραίρεσιν ποιοῡνται τῶν ὅπλών», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μείωση]], [[ελάττωση]], [[μετριασμός]] («ξυμμάχων τε [[ἀπόστασις]], [[μάλιστα]] [[παραίρεσις]] οὖσα τῶν προσόδων», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=-έσεως, ἡ, Α [[παραιρώ]]<br /><b>1.</b> [[αφαίρεση]] αντικειμένου που ανήκει σε άλλον («διὸ καὶ παραίρεσιν ποιοῡνται τῶν ὅπλών», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μείωση]], [[ελάττωση]], [[μετριασμός]] («ξυμμάχων τε [[ἀπόστασις]], [[μάλιστα]] [[παραίρεσις]] οὖσα τῶν προσόδων», <b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραίρεσις:''' ἡ, [[απομάκρυνση]] από κοντινό [[σημείο]], [[αφαίρεση]], [[περικοπή]], [[μείωση]], «[[ψαλίδισμα]]», [[τῶν]] προσόδων, σε Θουκ.
}}
}}