Anonymous

παραίρεσις: Difference between revisions

From LSJ
30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />enlèvement, soustraction.<br />'''Étymologie:''' [[παραιρέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />enlèvement, soustraction.<br />'''Étymologie:''' [[παραιρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-έσεως, ἡ, Α [[παραιρώ]]<br /><b>1.</b> [[αφαίρεση]] αντικειμένου που ανήκει σε άλλον («διὸ καὶ παραίρεσιν ποιοῡνται τῶν ὅπλών», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μείωση]], [[ελάττωση]], [[μετριασμός]] («ξυμμάχων τε [[ἀπόστασις]], [[μάλιστα]] [[παραίρεσις]] οὖσα τῶν προσόδων», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}