Anonymous

παραπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] παραπλεύρως ή [[πλησίον]] κάποιου, [[συμβαδίζω]] («ὅς... συναμπρεύων καὶ παραπορευόμενος παρώξυνε τὰ ζεύγη πρὸς τὸ [[ἔργον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνοδεύω]] («[[ἀκρόαμα]] δὲ [[οὐδέν]]... παρεπορεύετο», Φύλαρχ.)<br /><b>3.</b> [[παρέρχομαι]], [[περνώ]] («παραπορευομένων τῶν θηρίων παρὰ τὸ χεῑλος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> (για τους αστέρες) [[περνώ]] από τον ζωδιακό κύκλο.
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] παραπλεύρως ή [[πλησίον]] κάποιου, [[συμβαδίζω]] («ὅς... συναμπρεύων καὶ παραπορευόμενος παρώξυνε τὰ ζεύγη πρὸς τὸ [[ἔργον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνοδεύω]] («[[ἀκρόαμα]] δὲ [[οὐδέν]]... παρεπορεύετο», Φύλαρχ.)<br /><b>3.</b> [[παρέρχομαι]], [[περνώ]] («παραπορευομένων τῶν θηρίων παρὰ τὸ χεῑλος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> (για τους αστέρες) [[περνώ]] από τον ζωδιακό κύκλο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραπορεύομαι:''' αποθ. με Μέσ. μέλ. και Παθ. αόρ. αʹ,<br /><b class="num">I.</b> [[βαδίζω]] [[πλησίον]] ή κατά [[μήκος]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[πορεύομαι]] δίπλα, με αιτ. τόπου, στον ίδ.· [[διαπερνώ]], διὰ [[τῶν]] σπορίμων, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}