Anonymous

παραπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραπορεύομαι:''' αποθ. με Μέσ. μέλ. και Παθ. αόρ. αʹ,<br /><b class="num">I.</b> [[βαδίζω]] [[πλησίον]] ή κατά [[μήκος]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[πορεύομαι]] δίπλα, με αιτ. τόπου, στον ίδ.· [[διαπερνώ]], διὰ [[τῶν]] σπορίμων, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''παραπορεύομαι:''' αποθ. με Μέσ. μέλ. και Παθ. αόρ. αʹ,<br /><b class="num">I.</b> [[βαδίζω]] [[πλησίον]] ή κατά [[μήκος]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[πορεύομαι]] δίπλα, με αιτ. τόπου, στον ίδ.· [[διαπερνώ]], διὰ [[τῶν]] σπορίμων, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''παραπορεύομαι:''' проходить мимо, миновать (Diod., Plut.; τὸν χάρακα τῶν πολεμίων Polyb.): π. παρὰ τὸ [[χεῖλος]] Polyb. проходить по берегу.
}}
}}