3,277,020
edits
(31) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για χρόνο ή σε [[αναφορά]] με αυτόν) [[περνώ]], [[φεύγω]], [[κυλώ]] (α. «κι αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι...» β. «έπεὰν δὲ παρέλθωσιν αἱ [[ἑβδομήκοντα]] ἡμέραι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα ή καταστάσεις) [[περνώ]] και [[χάνομαι]], εξουδετερώνομαι, δεν [[υπάρχω]] πια (α. «παρήλθε ο [[κίνδυνος]]» β. «παρελθέτω ἀπ' ἐμοῡ τὸ [[ποτήριον]] τοῡτο», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[διέρχομαι]] [[κοντά]] από κάποιον ή από [[κάτι]] και απομακρύνομαι, [[προσπερνώ]] («εἴσιδον αὐτοί νῆα παρερχομένην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[παραλείπω]], [[παρασιωπώ]] («[[παρέρχομαι]] τα πικρόχολα σχόλια του»)<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. αορ. ως ουσ.) <i>το [[παρελθόν]]<br /><b>βλ.</b> [[παρελθόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[έρχομαι]] και [[παρέρχομαι]]» — [[παρουσιάζομαι]] με κάποια [[συχνότητα]] [[χωρίς]] όμως να [[επιφέρω]] μόνιμες επιπτώσεις («οι δυσάρεστες καταστάσεις έρχονται και παρέρχονται στη ζωή ενός ανθρώπου»)<br /><b>μσν.</b><br />εξαφανίζομαι, [[σβήνω]] («πῶς ὡς σκιὰ παρέρχεται ἡ [[δόξα]] τῶν ἀνθρώπων», Διήγ. Αχιλλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[μπροστά]] από [[κάτι]] [[χωρίς]] να δώσω [[προσοχή]], [[αδιαφορώ]] για [[κάτι]] («οὐ... φημι τεόν... βωμὸν νηΐ πολυκλήιδι παρελθέμεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]] από [[κάτι]] («ζῆς παρελθὼν τὴν πεπρωμένην τύχην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[περνώ]] απαρατήτητος, [[ξεφεύγω]] από την [[προσοχή]] κάποιου<br /><b>4.</b> [[προχωρώ]] και [[φθάνω]] [[κάπου]]<br /><b>5.</b> [[υπερβαίνω]], [[ξεπερνώ]] κάποιον ως [[προς]] [[κάτι]], όπως λ.χ. ως [[προς]] την [[ταχύτητα]], τον δόλο, τον πλούτο ή την [[αναίδεια]] («[[ἕτερος]] ἕτερον ὄλβῳ καὶ δυνάμει παρῆλθεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με τον νόμο) [[παραβαίνω]], [[καταστρατηγώ]]<br /><b>7.</b> [[διαβαίνω]] την πόρτα και [[προχωρώ]] [[μέσα]], [[εισέρχομαι]]<br /><b>8.</b> [[παρουσιάζομαι]] σε κάποιον για να του μιλήσω<br /><b>9.</b> [[πλησιάζω]], [[έρχομαι]]<br /><b>10.</b> [[παραμελώ]], [[περιφρονώ]] («παρελθὼν θεοὺς ἀπώλεσας πόλιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>μτφ.</b> α) [[καταλήγω]] («ὁδὸς δ' [[ἑτέρηφι]] παρελθεῑν [[κρείσσων]] ἐς τὰ δίκαια», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) [[καταντώ]], [[φθάνω]] σε ορισμένο [[σημείο]] («εἰς παροιμίαν παρῆλθε τὸ πρᾱγμα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>12.</b> (ο παρακμ.) <i>παρελήλυθα</i><br />έχω έλθει, [[είμαι]] [[παρών]]<br /><b>13.</b> (η μτχ. αρσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ὁ παρεληλυθώς</i><br />(ενν. [[χρόνος]]) το [[παρελθόν]]<br /><b>14.</b> (η μτχ. ουδ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ παρεληλυθότα</i><br />τα περασμένα γεγονότα. | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για χρόνο ή σε [[αναφορά]] με αυτόν) [[περνώ]], [[φεύγω]], [[κυλώ]] (α. «κι αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι...» β. «έπεὰν δὲ παρέλθωσιν αἱ [[ἑβδομήκοντα]] ἡμέραι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα ή καταστάσεις) [[περνώ]] και [[χάνομαι]], εξουδετερώνομαι, δεν [[υπάρχω]] πια (α. «παρήλθε ο [[κίνδυνος]]» β. «παρελθέτω ἀπ' ἐμοῡ τὸ [[ποτήριον]] τοῡτο», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[διέρχομαι]] [[κοντά]] από κάποιον ή από [[κάτι]] και απομακρύνομαι, [[προσπερνώ]] («εἴσιδον αὐτοί νῆα παρερχομένην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[παραλείπω]], [[παρασιωπώ]] («[[παρέρχομαι]] τα πικρόχολα σχόλια του»)<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. αορ. ως ουσ.) <i>το [[παρελθόν]]<br /><b>βλ.</b> [[παρελθόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[έρχομαι]] και [[παρέρχομαι]]» — [[παρουσιάζομαι]] με κάποια [[συχνότητα]] [[χωρίς]] όμως να [[επιφέρω]] μόνιμες επιπτώσεις («οι δυσάρεστες καταστάσεις έρχονται και παρέρχονται στη ζωή ενός ανθρώπου»)<br /><b>μσν.</b><br />εξαφανίζομαι, [[σβήνω]] («πῶς ὡς σκιὰ παρέρχεται ἡ [[δόξα]] τῶν ἀνθρώπων», Διήγ. Αχιλλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[μπροστά]] από [[κάτι]] [[χωρίς]] να δώσω [[προσοχή]], [[αδιαφορώ]] για [[κάτι]] («οὐ... φημι τεόν... βωμὸν νηΐ πολυκλήιδι παρελθέμεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]] από [[κάτι]] («ζῆς παρελθὼν τὴν πεπρωμένην τύχην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[περνώ]] απαρατήτητος, [[ξεφεύγω]] από την [[προσοχή]] κάποιου<br /><b>4.</b> [[προχωρώ]] και [[φθάνω]] [[κάπου]]<br /><b>5.</b> [[υπερβαίνω]], [[ξεπερνώ]] κάποιον ως [[προς]] [[κάτι]], όπως λ.χ. ως [[προς]] την [[ταχύτητα]], τον δόλο, τον πλούτο ή την [[αναίδεια]] («[[ἕτερος]] ἕτερον ὄλβῳ καὶ δυνάμει παρῆλθεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με τον νόμο) [[παραβαίνω]], [[καταστρατηγώ]]<br /><b>7.</b> [[διαβαίνω]] την πόρτα και [[προχωρώ]] [[μέσα]], [[εισέρχομαι]]<br /><b>8.</b> [[παρουσιάζομαι]] σε κάποιον για να του μιλήσω<br /><b>9.</b> [[πλησιάζω]], [[έρχομαι]]<br /><b>10.</b> [[παραμελώ]], [[περιφρονώ]] («παρελθὼν θεοὺς ἀπώλεσας πόλιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>μτφ.</b> α) [[καταλήγω]] («ὁδὸς δ' [[ἑτέρηφι]] παρελθεῑν [[κρείσσων]] ἐς τὰ δίκαια», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) [[καταντώ]], [[φθάνω]] σε ορισμένο [[σημείο]] («εἰς παροιμίαν παρῆλθε τὸ πρᾱγμα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>12.</b> (ο παρακμ.) <i>παρελήλυθα</i><br />έχω έλθει, [[είμαι]] [[παρών]]<br /><b>13.</b> (η μτχ. αρσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ὁ παρεληλυθώς</i><br />(ενν. [[χρόνος]]) το [[παρελθόν]]<br /><b>14.</b> (η μτχ. ουδ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ παρεληλυθότα</i><br />τα περασμένα γεγονότα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρέρχομαι:''' αόρ. βʹ <i>-ῆλθον</i>, απαρ. <i>-ελθεῖν</i>, [[σπανίως]] <i>-ήλυθον</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> περνώ [[πλησίον]] ή πέρα, [[προσπερνώ]], περνώ, σε Ομήρ. Οδ.· παρῆλθεν ὁ [[κίνδυνος]] [[ὥσπερ]] [[νέφος]], έφυγε [[μακριά]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το χρόνο, περνώ, σε Ηρόδ.· ὁ παρελθών [[ἄροτος]], η περασμένη [[εποχή]], σε Σοφ.· <i>π. ὁδοί</i>, οι περιπλανήσεις που πέρασαν (έγιναν ήδη), στον ίδ.· <i>ἐν τῷ παρελθόντι</i>, κατά το [[παρελθόν]], [[παλιά]], σε Ξεν.· <i>τὰ παρεληλυθότα</i>, περασμένα γεγονότα, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[υπερβαίνω]], [[υπερτερώ]], σε Όμηρ., Θέογν., Αττ.· <i>τοὺς λόγους τὰ ἔργα παρέρχεται</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπερτερώ]] στην [[εξυπνάδα]], [[διαφεύγω]], [[εξαπατώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[φτάνω]] σε, [[παρέρχομαι]] εἰς..., σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> περνώ μέσα, <i>ἐς τὴν αὐλήν</i>, σε Ηρόδ.· [[παρέρχομαι]] [[ἔσω]] ή [[εἴσω]], [[μπαίνω]] μέσα σε [[σπίτι]] κ.λπ., σε Τραγ.· με αιτ., [[παρέρχομαι]] δόμους, σε Ευρ.<br /><b class="num">IV. 1.</b> περνώ [[χωρίς]] να [[δώσω]] [[προσοχή]], <i>τὸν βωμόν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[προσπερνώ]], [[παραβλέπω]], [[περιφρονώ]], [[υποτιμώ]], <i>θεούς</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραβαίνω]], [[παραβλέπω]], <i>τοὺς νόμους</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">V.</b> περνώ [[απαρατήρητος]], [[διαφεύγω]] από την [[προσοχή]], τουτὶ παρῆλθέ με [[εἰπεῖν]], στον ίδ.<br /><b class="num">VI.</b> Αττ., [[έρχομαι]] [[μπροστά]] να μιλήσω, [[ανεβαίνω]] στο [[βήμα]], [[παρέρχομαι]] εἰς τὸν δῆμον, σε Θουκ.· απόλ., <i>παρελθὼν ἔλεξε τοιάδε</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |