Anonymous

παραναλίσκω: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή παραναλόω Α<br /><b>1.</b> [[δαπανώ]], [[ξοδεύω]] περισσότερα από όσο [[πρέπει]], [[σπαταλώ]], [[ασωτεύω]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>παραναλίσκομαι</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) θυσιάζομαι άδικα, ανώφελα<br /><b>4.</b> (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. και μέσ. παρακμ.) <i>παραναλούμενος</i> και <i>παραναλωμένος</i><br />δαπανώμαι τυχαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναλίσκω]] / [[ἀναλόω]] «[[ξοδεύω]]»].
|mltxt=ή παραναλόω Α<br /><b>1.</b> [[δαπανώ]], [[ξοδεύω]] περισσότερα από όσο [[πρέπει]], [[σπαταλώ]], [[ασωτεύω]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>παραναλίσκομαι</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) θυσιάζομαι άδικα, ανώφελα<br /><b>4.</b> (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. και μέσ. παρακμ.) <i>παραναλούμενος</i> και <i>παραναλωμένος</i><br />δαπανώμαι τυχαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναλίσκω]] / [[ἀναλόω]] «[[ξοδεύω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρᾰναλίσκω:''' μέλ. <i>-ανᾱλώσω</i>, [[ξοδεύω]] αλόγιστα, [[σπαταλώ]], [[καταβροχθίζω]], σε Δημ. — Παθ., λέγεται για ανθρώπους, [[ξοδεύω]] ανώφελα, γʹ πληθ. αορ. αʹ <i>παραναλώθησαν</i>, σε Πλούτ.
}}
}}