Anonymous

παραναλίσκω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρᾰναλίσκω:''' μέλ. <i>-ανᾱλώσω</i>, [[ξοδεύω]] αλόγιστα, [[σπαταλώ]], [[καταβροχθίζω]], σε Δημ. — Παθ., λέγεται για ανθρώπους, [[ξοδεύω]] ανώφελα, γʹ πληθ. αορ. αʹ <i>παραναλώθησαν</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''παρᾰναλίσκω:''' μέλ. <i>-ανᾱλώσω</i>, [[ξοδεύω]] αλόγιστα, [[σπαταλώ]], [[καταβροχθίζω]], σε Δημ. — Παθ., λέγεται για ανθρώπους, [[ξοδεύω]] ανώφελα, γʹ πληθ. αορ. αʹ <i>παραναλώθησαν</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρανᾱλίσκω:''' (fut. παραναλώσω; aor. pass. παραναλώθην)<br /><b class="num">1)</b> расходовать зря, расточать (ἐκ τῶν ἰδίων εἰς οὐδὲν [[δέον]] Dem.);<br /><b class="num">2)</b> приносить в жертву, губить (sc. ἄνδρα [[ἄριστον]] Plut.).
}}
}}