Anonymous

παραλογιστικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, ΝΑ [[παραλογίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραλογισμό, [[χαρακτηριστικός]] του παραλογισμού<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[επιτήδειος]] ή [[επιρρεπής]] σε ψευδείς, εσφαλμένους συλλογισμούς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραλογιστικῶς</i> Α<br />με παραλογιστικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό, ΝΑ [[παραλογίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραλογισμό, [[χαρακτηριστικός]] του παραλογισμού<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[επιτήδειος]] ή [[επιρρεπής]] σε ψευδείς, εσφαλμένους συλλογισμούς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραλογιστικῶς</i> Α<br />με παραλογιστικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραλογιστικός:''' -ή, -όν, [[απατηλός]], [[παραπλανητικός]], [[εσφαλμένος]], [[σοφιστικός]], σε Αριστ.
}}
}}