παραλογιστικός

English (LSJ)

παραλογιστική, παραλογιστικόν, fallacious, Arist.Rh.1367b4; given to fallacious reasoning, Id.SE172b3, Jul.Or.7.216a. Adv. παραλογιστικῶς Poll.9.135; Glossaria on παραβλήδην, Sch.A.R.3.107.

German (Pape)

[Seite 488] ή, όν, zum Betrügen, Täuschen durch falsche Rechnungen od. Trugschlüsse gehörig; Arist. rhet. 1, 9; Pol. 9, 13, 5; Erklärung von αἱμύλιος, Schol. Od. 1, 56. – Auch adv., Schol. Ap. Rh. 3, 107.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l'art de tromper par des raisonnements captieux.
Étymologie: παραλογίζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραλογιστικός -ή -όν [παραλογίζομαι] met drogredenering, bedrieglijk.

Russian (Dvoretsky)

παραλογιστικός: обманчивый, ложный Arst.

Greek Monolingual

-ή, -ό, ΝΑ παραλογίζομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραλογισμό, χαρακτηριστικός του παραλογισμού
2. αυτός που είναι επιτήδειος ή επιρρεπής σε ψευδείς, εσφαλμένους συλλογισμούς.
επίρρ...
παραλογιστικῶς Α
με παραλογιστικό τρόπο.

Greek Monotonic

παραλογιστικός: -ή, -όν, απατηλός, παραπλανητικός, εσφαλμένος, σοφιστικός, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

παραλογιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἀπατᾶν ἢ πλανᾶν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 29, π. Σοφ. Ἐλέγχ. 11, 12. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Θ΄, 135.

Middle Liddell

παραλογιστικός, ή, όν [from παραλογίζομαι
fallacious, Arist.