3,274,917
edits
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[παροξυντικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[παροξύνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παροξύνει, ο [[κατάλληλος]] στο να παροξύνει, ο [[παρορμητικός]], ο [[διεγερτικός]], ο [[προτρεπτικός]] («παροξυντικόν [[αὔλημα]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εξεγείρει, που παροργίζει, ο [[ερεθιστικός]], ο [[προκλητικός]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που επιτείνει τα [[κακά]] συμπτώματα, ο [[επιδεινωτικός]], ο [[επιβαρυντικός]] («ἡ [[δείλη]] μὲν ὀχληρὸς καὶ παροξυντική», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παροξυντικόν</i><br />η [[ιδιότητα]] του [[παροξύνω]] ή παροξύνομαι («τὸ παροξυντικὸν τοῡ ἤθους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «παροξυντικὴ [[ἡμέρα]]» — η [[ημέρα]] του παροξυσμού [[κατά]] τους διαλείποντες πυρετούς (<b>Γαλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παροξυντικῶς</i> Α<br />με τρόπο παροξυντικό, που παροργίζει, ερεθιστικά («τοῡ Πινδάρου [[σφόδρα]] πικρῶς καὶ παροξυντικῶς εἰρηκότος», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=-ή, -ό / [[παροξυντικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[παροξύνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παροξύνει, ο [[κατάλληλος]] στο να παροξύνει, ο [[παρορμητικός]], ο [[διεγερτικός]], ο [[προτρεπτικός]] («παροξυντικόν [[αὔλημα]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εξεγείρει, που παροργίζει, ο [[ερεθιστικός]], ο [[προκλητικός]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που επιτείνει τα [[κακά]] συμπτώματα, ο [[επιδεινωτικός]], ο [[επιβαρυντικός]] («ἡ [[δείλη]] μὲν ὀχληρὸς καὶ παροξυντική», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παροξυντικόν</i><br />η [[ιδιότητα]] του [[παροξύνω]] ή παροξύνομαι («τὸ παροξυντικὸν τοῡ ἤθους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «παροξυντικὴ [[ἡμέρα]]» — η [[ημέρα]] του παροξυσμού [[κατά]] τους διαλείποντες πυρετούς (<b>Γαλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παροξυντικῶς</i> Α<br />με τρόπο παροξυντικό, που παροργίζει, ερεθιστικά («τοῡ Πινδάρου [[σφόδρα]] πικρῶς καὶ παροξυντικῶς εἰρηκότος», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παροξυντικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[κατάλληλος]] να προτρέψει ή να παροτρύνει, σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[απεγνωσμένος]], εξοργισμένος, σε Ισοκρ. | |||
}} | }} |