Anonymous

παροξυντικός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παροξυντικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[κατάλληλος]] να προτρέψει ή να παροτρύνει, σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[απεγνωσμένος]], εξοργισμένος, σε Ισοκρ.
|lsmtext='''παροξυντικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[κατάλληλος]] να προτρέψει ή να παροτρύνει, σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[απεγνωσμένος]], εξοργισμένος, σε Ισοκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''παροξυντικός:''' <b class="num">1)</b> обладающий побудительной силой, являющийся стимулом, поощряющий, побуждающий (εἴς τι Xen.; πρός τι Dem.; ἐπί τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> раздражающий Isocr.;<br /><b class="num">3)</b> легко возбуждающийся, чуткий (τὸ παροξυντικὸν τοῦ ἤθους Arst.).
}}
}}