Anonymous

παυσίπονος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παυσίπονος:''' -ον, αυτός που καταπαύει, που κατευνάζει τον πόνο, με γεν., σε Ευρ.
|lsmtext='''παυσίπονος:''' -ον, αυτός που καταπαύει, που κατευνάζει τον πόνο, με γεν., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''παυσίπονος:''' (ῐ) унимающий страдания (βότρυος [[ἕλιξ]] Arph.): δουλείας π. Eur. кладущий конец мучениям рабства.
}}
}}