Anonymous

παράβυστος: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[παράβυστος]], -ον, ΝΜΑ [[παραβύω]]<br /><b>φρ.</b> «εν κρυπτῴ καὶ παραβύστῳ» — σε απόμερο [[τόπο]], σε απόκρυφο [[μέρος]], [[κρυφά]], [[μυστικά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πηγαίνει [[κάπου]] [[χωρίς]] να έχει προσκληθεί, που παρεμβαίνει [[κάπου]] [[αυτόκλητος]], που χώνεται [[κάπου]] με δική του [[πρωτοβουλία]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει χωθεί [[πίσω]] από [[γωνία]], που έχει κρυφτεί σε απόμερο [[τόπο]], [[μυστικός]], [[κρυφός]], [[απόκρυφος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παράβυστον</i><br />α) δικαστήριο της αρχαίας αθηναϊκής πολιτείας όπου δίκαζαν οι [[ένδεκα]], [[δηλαδή]] οι αντιπρόσωποι τών [[δέκα]] φυλών και ο [[γραμματέας]] τους, και το οποίο ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] ήταν μικρό και βρισκόταν σε απόκρυφο [[μέρος]]<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μικρὸν [[κλινίδιον]] παρατιθέμενον τῇ μεγάλῃ» <br />γ) (γενικά) [[απόκρυφος]] [[τόπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παράβυστος]] [[κλίνη]]» — μικρή ή συμπληρωματική [[κλίνη]]<br />β) «ἐκ παραβύστου [[κάθημαι]]» — [[παρακάθημαι]] σε [[δείπνο]] [[χωρίς]] να έχω προσκληθεί, αυτοκλήτως.
|mltxt=-ο / [[παράβυστος]], -ον, ΝΜΑ [[παραβύω]]<br /><b>φρ.</b> «εν κρυπτῴ καὶ παραβύστῳ» — σε απόμερο [[τόπο]], σε απόκρυφο [[μέρος]], [[κρυφά]], [[μυστικά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πηγαίνει [[κάπου]] [[χωρίς]] να έχει προσκληθεί, που παρεμβαίνει [[κάπου]] [[αυτόκλητος]], που χώνεται [[κάπου]] με δική του [[πρωτοβουλία]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει χωθεί [[πίσω]] από [[γωνία]], που έχει κρυφτεί σε απόμερο [[τόπο]], [[μυστικός]], [[κρυφός]], [[απόκρυφος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παράβυστον</i><br />α) δικαστήριο της αρχαίας αθηναϊκής πολιτείας όπου δίκαζαν οι [[ένδεκα]], [[δηλαδή]] οι αντιπρόσωποι τών [[δέκα]] φυλών και ο [[γραμματέας]] τους, και το οποίο ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] ήταν μικρό και βρισκόταν σε απόκρυφο [[μέρος]]<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μικρὸν [[κλινίδιον]] παρατιθέμενον τῇ μεγάλῃ» <br />γ) (γενικά) [[απόκρυφος]] [[τόπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παράβυστος]] [[κλίνη]]» — μικρή ή συμπληρωματική [[κλίνη]]<br />β) «ἐκ παραβύστου [[κάθημαι]]» — [[παρακάθημαι]] σε [[δείπνο]] [[χωρίς]] να έχω προσκληθεί, αυτοκλήτως.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παράβυστος:''' -ον, παραγεμισμένος, χωμένος [[ανάμεσα]] σε [[κάτι]]· απομονωμένος, παραγκωνισμένος, τοποθετημένος δίπλα ή μέσα σε [[γωνία]], <i>ἐν παραβύστῳ</i>, στριμωγμένος μέσα σε [[γωνία]], σε Δημ.
}}
}}