Anonymous

παράβυστος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παράβυστος:''' -ον, παραγεμισμένος, χωμένος [[ανάμεσα]] σε [[κάτι]]· απομονωμένος, παραγκωνισμένος, τοποθετημένος δίπλα ή μέσα σε [[γωνία]], <i>ἐν παραβύστῳ</i>, στριμωγμένος μέσα σε [[γωνία]], σε Δημ.
|lsmtext='''παράβυστος:''' -ον, παραγεμισμένος, χωμένος [[ανάμεσα]] σε [[κάτι]]· απομονωμένος, παραγκωνισμένος, τοποθετημένος δίπλα ή μέσα σε [[γωνία]], <i>ἐν παραβύστῳ</i>, στριμωγμένος μέσα σε [[γωνία]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''παράβυστος:''' ὁ втершийся или втирающийся, непрошенный гость: ἐκ παραβύστου καθήμενος Plut. сидя(щий) вместе с незваными гостями.
}}
}}