3,274,919
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παράβυστος:''' -ον, παραγεμισμένος, χωμένος [[ανάμεσα]] σε [[κάτι]]· απομονωμένος, παραγκωνισμένος, τοποθετημένος δίπλα ή μέσα σε [[γωνία]], <i>ἐν παραβύστῳ</i>, στριμωγμένος μέσα σε [[γωνία]], σε Δημ. | |lsmtext='''παράβυστος:''' -ον, παραγεμισμένος, χωμένος [[ανάμεσα]] σε [[κάτι]]· απομονωμένος, παραγκωνισμένος, τοποθετημένος δίπλα ή μέσα σε [[γωνία]], <i>ἐν παραβύστῳ</i>, στριμωγμένος μέσα σε [[γωνία]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παράβυστος:''' ὁ втершийся или втирающийся, непрошенный гость: ἐκ παραβύστου καθήμενος Plut. сидя(щий) вместе с незваными гостями. | |||
}} | }} |