Anonymous

παχνόω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Autenrieth)
(5)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[congeal]], only [[pass]]. ([[fig]].) παχνοῦται, ‘is chilled [[with]] [[dread]],’ Il. 17.112†.
|auten=[[congeal]], only [[pass]]. ([[fig]].) παχνοῦται, ‘is chilled [[with]] [[dread]],’ Il. 17.112†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παχνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[πάχνη]]), [[καταψύχω]], κάνω [[κάτι]] στερεό ή συμπαγές· μεταφ., [[ἐπάχνωσεν]] φίλον [[ἦτορ]], έκανε το [[αίμα]] του να πήξει, να παγώσει, σε Ησίοδ. — Παθ., [[ἦτορ]] παχνοῦται, η [[καρδιά]] του είναι παγωμένη και σκληρή (από [[θλίψη]]), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>παχνοῦσθαι πένθεσιν</i>, <i>λύπῃ</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}