Anonymous

παχνόω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παχνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[πάχνη]]), [[καταψύχω]], κάνω [[κάτι]] στερεό ή συμπαγές· μεταφ., [[ἐπάχνωσεν]] φίλον [[ἦτορ]], έκανε το [[αίμα]] του να πήξει, να παγώσει, σε Ησίοδ. — Παθ., [[ἦτορ]] παχνοῦται, η [[καρδιά]] του είναι παγωμένη και σκληρή (από [[θλίψη]]), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>παχνοῦσθαι πένθεσιν</i>, <i>λύπῃ</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''παχνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[πάχνη]]), [[καταψύχω]], κάνω [[κάτι]] στερεό ή συμπαγές· μεταφ., [[ἐπάχνωσεν]] φίλον [[ἦτορ]], έκανε το [[αίμα]] του να πήξει, να παγώσει, σε Ησίοδ. — Παθ., [[ἦτορ]] παχνοῦται, η [[καρδιά]] του είναι παγωμένη και σκληρή (από [[θλίψη]]), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>παχνοῦσθαι πένθεσιν</i>, <i>λύπῃ</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''παχνόω:''' <b class="num">1)</b> сгущать, уплотнять (τὸ [[πνεῦμα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. превращать в камень, леденить ([[φίλον]] [[ἦτορ]] Hes.): παχνοῦσθαι πένθεσιν Aesch. застыть от горя.
}}
}}