3,274,447
edits
(31) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ<br /><b>παροιμ. φρ.</b> «[[ὅμοιος]] ὁμοίῶ ἀεὶ πελάζει» — ο [[άνθρωπος]] αρέσκεται εκ φύσεως να συναναστρέφεται με τους ομοίους του (η [[φράση]] από το πλατωνικό «ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει», Συμπ. 195 Β)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]], [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]] («ἐντὸς γὰρ πολλοῡ χωρίου τῆς πόλεως οὐκ ἦν πελάσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] [[κοντά]], [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να έλθει [[κοντά]], να πλησιάσει («νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ [[σίδηρον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πλησιάζω]] [[γυναίκα]] για [[συνουσία]]<br />(το παθ.) <i>πελάζομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) πλησιάζομαι από άνδρα για [[συνουσία]], για σαρκική [[μίξη]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[προς]] τον εαυτό μου για ωφέλειά μου<br /><b>5.</b> (παθ. με ενεργ. αμτβ. σημ.) [[πλησιάζω]] («πελάζομαι χθονί» — [[πλησιάζω]] στη γη, [[πέφτω]] [[κάτω]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ [[ὕδωρ]] εἰς τὸ θερμὸν πελάζει» — το [[νερό]] [[πάει]] να γίνει ζεστό, [[είναι]] χλιαρό<br />β) «[[πελάζω]] θαλάσσῃ [[στῆθος]]» — [[κολυμπώ]]<br />γ) «[[ζεύγλη]] [[πελάζω]] βοῡν» — [[φέρνω]] [[βόδι]] [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], [[ζευγνύω]]<br />δ) «δεσμοῑς τινα [[πελάζω]]» — [[καθιστώ]] κάποιον δεσμώτη<br />ε) «βρόχῳ δέρην [[πελάζω]]» — [[απαγχονίζω]]<br />στ) «[[πελάζω]] τινὰ χθονί» — [[σκοτώνω]], [[φονεύω]] κάποιον<br />ζ) «[[πελάζω]] τινὰ ὀδύναις» — [[κάνω]] κάποιον να πονέσει, να δυστυχήσει<br />η) «κράτει τινὰ [[πελάζω]]» — [[κάνω]] κάποιον να νικήσει<br />θ) «βορέᾳ [[σῶμα]] [[πελάζω]]» — [[εκθέτω]] το [[σώμα]] στον βορρά<br />ι) «[[ἔπος]] ἀδάμαντι [[πελάζω]]» — [[καθιστώ]] τον λόγο ισχυρό όπως το [[διαμάντι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πελάζω]] έχει σχηματιστεί από τον αρχ. σιγματικό αόρ. <i>πελά</i>-<i>σ</i>(<i>σ</i>)<i>αι</i>, που εμφανίζει την απαθή [[κατά]] το πρώτο [[φωνήεν]] και συνεσταλμένη [[κατά]] το δεύτερο [[βαθμίδα]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πελᾱ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πέλας]])]. | |mltxt=ΝΑ<br /><b>παροιμ. φρ.</b> «[[ὅμοιος]] ὁμοίῶ ἀεὶ πελάζει» — ο [[άνθρωπος]] αρέσκεται εκ φύσεως να συναναστρέφεται με τους ομοίους του (η [[φράση]] από το πλατωνικό «ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει», Συμπ. 195 Β)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]], [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]] («ἐντὸς γὰρ πολλοῡ χωρίου τῆς πόλεως οὐκ ἦν πελάσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] [[κοντά]], [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να έλθει [[κοντά]], να πλησιάσει («νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ [[σίδηρον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πλησιάζω]] [[γυναίκα]] για [[συνουσία]]<br />(το παθ.) <i>πελάζομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) πλησιάζομαι από άνδρα για [[συνουσία]], για σαρκική [[μίξη]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[προς]] τον εαυτό μου για ωφέλειά μου<br /><b>5.</b> (παθ. με ενεργ. αμτβ. σημ.) [[πλησιάζω]] («πελάζομαι χθονί» — [[πλησιάζω]] στη γη, [[πέφτω]] [[κάτω]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ [[ὕδωρ]] εἰς τὸ θερμὸν πελάζει» — το [[νερό]] [[πάει]] να γίνει ζεστό, [[είναι]] χλιαρό<br />β) «[[πελάζω]] θαλάσσῃ [[στῆθος]]» — [[κολυμπώ]]<br />γ) «[[ζεύγλη]] [[πελάζω]] βοῡν» — [[φέρνω]] [[βόδι]] [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], [[ζευγνύω]]<br />δ) «δεσμοῑς τινα [[πελάζω]]» — [[καθιστώ]] κάποιον δεσμώτη<br />ε) «βρόχῳ δέρην [[πελάζω]]» — [[απαγχονίζω]]<br />στ) «[[πελάζω]] τινὰ χθονί» — [[σκοτώνω]], [[φονεύω]] κάποιον<br />ζ) «[[πελάζω]] τινὰ ὀδύναις» — [[κάνω]] κάποιον να πονέσει, να δυστυχήσει<br />η) «κράτει τινὰ [[πελάζω]]» — [[κάνω]] κάποιον να νικήσει<br />θ) «βορέᾳ [[σῶμα]] [[πελάζω]]» — [[εκθέτω]] το [[σώμα]] στον βορρά<br />ι) «[[ἔπος]] ἀδάμαντι [[πελάζω]]» — [[καθιστώ]] τον λόγο ισχυρό όπως το [[διαμάντι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πελάζω]] έχει σχηματιστεί από τον αρχ. σιγματικό αόρ. <i>πελά</i>-<i>σ</i>(<i>σ</i>)<i>αι</i>, που εμφανίζει την απαθή [[κατά]] το πρώτο [[φωνήεν]] και συνεσταλμένη [[κατά]] το δεύτερο [[βαθμίδα]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πελᾱ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πέλας]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πελάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, Αττ. [[πελῶ]], ποιητ. <i>πελάσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπέλασα</i>, Επικ. <i>πέλασα</i>, <i>ἐπέλασσα</i>, <i>πέλασσα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ ευκτ. <i>πελασσαίατο</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐπελάσθην</i>, επίσης [[ἐπλάσθην]] [ᾱ]· Επικ. γʹ ενικ. και πληθ. συγκεκ. Παθ. αορ. βʹ <i>ἔπλητο</i>, [[πλῆτο]], [[ἔπληντο]], [[πλῆντο]]· παρακ. [[πέπλημαι]], μτχ. [[πεπλημένος]]· ([[πέλας]]),<br /><b class="num">Α.</b> Αμτβ.,<br /><b class="num">1.</b> [[πλησιάζω]], [[έρχομαι]] κοντά, [[προσέρχομαι]], [[έλκω]] [[πλησίον]] ή κοντά, με δοτ., πέλασεν [[νήεσσι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τούτοις σὺ μὴ πελάζεις</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]] με γεν., πελάσαι [[νεῶν]], [[έρχομαι]] κοντά στα πλοία, σε Σοφ.· <i>πελάζειν σῆς πάτρας</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με πρόθ., [[πελάζω]] πρὸς τοῖχον, σε Ησίοδ., στον ίδ.· [[οὐκέτι]] πελᾶτε, δεν θα με πλησιάσει [[άλλο]] περισσότερο, σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., σε Ξεν. <b>Β.</b> Μτβ.,<br /><b class="num">1.</b> [[φέρνω]] κοντά, κάνω να πλησιάσει, <i>Κρήτῃ ἐπέλασσεν</i> (ενν. [[τὰς]] [[νέας]]), σε Ομήρ. Οδ.· <i>νευρὴν μαζῷ πέλασεν</i>, έφερε τη [[χορδή]] [[ψηλά]] στο [[στήθος]] του στο [[τράβηγμα]] του τόξου, στο ίδ.· ἐπέλασσα θαλάσσῃ [[στῆθος]], στο [[κολύμπι]], στο ίδ.· <i>πέλασε χθονί</i>, τους έφερε στη γη, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἔπος]] [[ἐρέω]], <i>ἀδάμαντι πελάσσας</i>, το έκαναν ισχυρό όπως το [[διαμάντι]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.<br /><b class="num">2.</b> ακολουθ. από πρόθ., <i>μὲ νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοί</i>, σε Ομήρ. Οδ. <b>Γ.</b> στην Παθ. όπως το Ενεργ. αμτβ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[έρχομαι]] [[πλησίον]], [[πλησιάζω]] κ.λπ., με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[πλῆτο]] χθονί, ήρθε κοντά (δηλ. βούλιαξε) στη γη, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]] με γεν., σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> ακολουθ. από πρόθ., <i>πελασθῆναι ἐπὶ τὸν θεόν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω την πρώτη [[επαφή]] ή παντρεύομαι, λέγεται για [[γυναίκα]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |