Anonymous

πεπαίνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πένων]]<br /><b>παθ.</b> <i>πεπαίνομαι</i><br />[[γίνομαι]] ώριμος, [[ωριμάζω]] («έκειντο πεπαινόμενα εις τον ήλιον μακρυλά καρπούζια», Παπαδ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[φυτό]]) [[καθιστώ]] [[κάτι]] ώριμο, [[μαλακώνω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> έχω ώριμους καρπούς<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) (για [[πρήξιμο]]) [[μαλακώνω]] και [[σχηματίζω]] [[πύον]], [[εμπυάζω]]<br />β) (για ασθένειες) κορυφώνομαι, [[φθάνω]] στην πλήρη [[εξέλιξη]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με πρόσωπα και ψυχικές καταστάσεις) [[καταπραΰνω]], [[κατευνάζω]].
|mltxt=ΝΜΑ [[πένων]]<br /><b>παθ.</b> <i>πεπαίνομαι</i><br />[[γίνομαι]] ώριμος, [[ωριμάζω]] («έκειντο πεπαινόμενα εις τον ήλιον μακρυλά καρπούζια», Παπαδ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[φυτό]]) [[καθιστώ]] [[κάτι]] ώριμο, [[μαλακώνω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> έχω ώριμους καρπούς<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) (για [[πρήξιμο]]) [[μαλακώνω]] και [[σχηματίζω]] [[πύον]], [[εμπυάζω]]<br />β) (για ασθένειες) κορυφώνομαι, [[φθάνω]] στην πλήρη [[εξέλιξη]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με πρόσωπα και ψυχικές καταστάσεις) [[καταπραΰνω]], [[κατευνάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεπαίνω:''' αόρ. αʹ <i>ἐπέπᾱνα</i>· Παθ., μέλ. <i>πεπανθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπεπάνθην</i>· ([[πέπων]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ωριμάζω]], κάνω [[κάτι]] ώριμο, [[μεστώνω]], σε Ηρόδ.· απόλ., διακοπῶν [[τὰς]] ἀμπέλους, εἰ πεπαίνουσι [[ἤδη]], δηλ. εάν τα σταφύλια ωριμάσουν, σε Αριστοφ. — Παθ., [[γίνομαι]] ώριμος, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κατευνάζω]], καταπραΰνω την [[οργή]], σε Αριστοφ., Ξεν.· λέγεται για ανθρώπους, <i>ἢν πεπανθῇς</i>, σε Ευρ.
}}
}}