Anonymous

πελιδνός: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πελιδνός]], -ή, -όν, αττ. τ. [[πελιτνός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />([[ιδίως]] για το [[χρώμα]] του δέρματος) [[μαυροκίτρινος]], [[ωχρός]] («χρὼς ψυχρὸς καὶ πελιδνὸς ἐγένετο», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> καταφοβισμένος, [[κίτρινος]] από τον φόβο του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[πελιδνός]] / [[πελιτνός]], [[πελιός]] και [[πελλός]] ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pel</i>- / <i>pol</i>- «[[γκρίζος]], [[φαιός]]» (<b>πρβλ.</b> [[πολιός]], [[πέλεια]]). Ο τ. [[πελιτνός]] [[πρέπει]] να [[είναι]] αρχαιότερος του [[πελιδνός]] και αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. <i>palikn</i><i>ī</i> «γκρίζα» (<span style="color: red;"><</span> <i>palitn</i><i>ī</i>). Ο τ. [[πελιδνός]] έχει σχηματιστεί δευτερογενώς αναλογικά [[προς]] τα επίθ. σε -<i>δνός</i> (<b>πρβλ.</b> [[αλαπαδνός]]). Ο τ. [[πελιός]] <span style="color: red;"><</span> <i>πελι</i>-<i>Fός</i> (<b>πρβλ.</b> [[πολιός]]) εμφανίζει θ. <i>πελι</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>pali</i>-<i>kn</i><i>ī</i>), ενώ ο τ. [[πελλός]] μπορεί να αναχθεί [[είτε]] σε αμάρτυρο <i>πελψός</i> [[είτε]] σε αμάρτυρο <i>πελνός</i> (<b>πρβλ.</b> [[πιλνόν]]<br /><i>φαιόν Κύπριοι</i>, τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b>, με κλειστοποίηση του -<i>ε</i>- σε -<i>ι</i>-). Το επίθ. [[πελιδνός]] όπως και οι τ. [[πολιός]] και [[πέλεια]] [[είναι]] δηλωτικά χρώματος δύσκολου να προσδιοριστεί —[[κάτι]] σαν [[γκρι]], φαιό— που άλλοι έχουν αποδώσει ως «ωχρομέλαν» και άλλοι ως «μαυροκίτρινο». Το επίθ. [[επίσης]] [[καθώς]] και τα [[πελιός]], [[πελλός]] χρησιμοποιούνται στο ιατρικό και βουκολικό [[λεξιλόγιο]] με ποικίλες ανά [[περίπτωση]] αποχρώσεις. Με την [[οικογένεια]], [[τέλος]], του [[πελιδνός]] [[είναι]] πιθανό να συνδέεται το ανθρωπωνύμιο [[Πέλοψ]].
|mltxt=-ή, -ό / [[πελιδνός]], -ή, -όν, αττ. τ. [[πελιτνός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />([[ιδίως]] για το [[χρώμα]] του δέρματος) [[μαυροκίτρινος]], [[ωχρός]] («χρὼς ψυχρὸς καὶ πελιδνὸς ἐγένετο», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> καταφοβισμένος, [[κίτρινος]] από τον φόβο του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[πελιδνός]] / [[πελιτνός]], [[πελιός]] και [[πελλός]] ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pel</i>- / <i>pol</i>- «[[γκρίζος]], [[φαιός]]» (<b>πρβλ.</b> [[πολιός]], [[πέλεια]]). Ο τ. [[πελιτνός]] [[πρέπει]] να [[είναι]] αρχαιότερος του [[πελιδνός]] και αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. <i>palikn</i><i>ī</i> «γκρίζα» (<span style="color: red;"><</span> <i>palitn</i><i>ī</i>). Ο τ. [[πελιδνός]] έχει σχηματιστεί δευτερογενώς αναλογικά [[προς]] τα επίθ. σε -<i>δνός</i> (<b>πρβλ.</b> [[αλαπαδνός]]). Ο τ. [[πελιός]] <span style="color: red;"><</span> <i>πελι</i>-<i>Fός</i> (<b>πρβλ.</b> [[πολιός]]) εμφανίζει θ. <i>πελι</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>pali</i>-<i>kn</i><i>ī</i>), ενώ ο τ. [[πελλός]] μπορεί να αναχθεί [[είτε]] σε αμάρτυρο <i>πελψός</i> [[είτε]] σε αμάρτυρο <i>πελνός</i> (<b>πρβλ.</b> [[πιλνόν]]<br /><i>φαιόν Κύπριοι</i>, τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b>, με κλειστοποίηση του -<i>ε</i>- σε -<i>ι</i>-). Το επίθ. [[πελιδνός]] όπως και οι τ. [[πολιός]] και [[πέλεια]] [[είναι]] δηλωτικά χρώματος δύσκολου να προσδιοριστεί —[[κάτι]] σαν [[γκρι]], φαιό— που άλλοι έχουν αποδώσει ως «ωχρομέλαν» και άλλοι ως «μαυροκίτρινο». Το επίθ. [[επίσης]] [[καθώς]] και τα [[πελιός]], [[πελλός]] χρησιμοποιούνται στο ιατρικό και βουκολικό [[λεξιλόγιο]] με ποικίλες ανά [[περίπτωση]] αποχρώσεις. Με την [[οικογένεια]], [[τέλος]], του [[πελιδνός]] [[είναι]] πιθανό να συνδέεται το ανθρωπωνύμιο [[Πέλοψ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πελιδνός:''' ή [[πελιτνός]], -ή, -όν = [[πελιός]], [[μαυροκίτρινος]], σε Θουκ.
}}
}}