Anonymous

παρέστιος: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[παρέστιος]], -ον ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στην [[εστία]], [[κοντά]] στον [[τόπο]] όπου καίει η [[φωτιά]] [[μέσα]] στο [[σπίτι]] («ἡ δ' [[εἴσω]] πελάνους καίεν παρεστίους», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, ο [[σύνοικος]], ο [[συγκάτοικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἑστία]].
|mltxt=-α, -ο / [[παρέστιος]], -ον ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στην [[εστία]], [[κοντά]] στον [[τόπο]] όπου καίει η [[φωτιά]] [[μέσα]] στο [[σπίτι]] («ἡ δ' [[εἴσω]] πελάνους καίεν παρεστίους», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, ο [[σύνοικος]], ο [[συγκάτοικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἑστία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρέστιος:''' -ον ([[ἑστία]]), αυτός που βρίσκεται κοντά στην [[εστία]] ή πάνω σ' αυτή, [[σπιτικός]], [[οικιακός]], σε Σοφ.· γενικά, = [[ἐφέστιος]], στον ίδ., Ευρ.
}}
}}