Anonymous

παρέστιος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρέστιος:''' -ον ([[ἑστία]]), αυτός που βρίσκεται κοντά στην [[εστία]] ή πάνω σ' αυτή, [[σπιτικός]], [[οικιακός]], σε Σοφ.· γενικά, = [[ἐφέστιος]], στον ίδ., Ευρ.
|lsmtext='''παρέστιος:''' -ον ([[ἑστία]]), αυτός που βρίσκεται κοντά στην [[εστία]] ή πάνω σ' αυτή, [[σπιτικός]], [[οικιακός]], σε Σοφ.· γενικά, = [[ἐφέστιος]], στον ίδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρέστιος:''' <b class="num">1)</b> совершаемый у очага (λοιβαί Soph.);<br /><b class="num">2)</b> разделяющий (с кем-л.) очаг: π. τινι [[γενέσθαι]] Soph. делить с кем-л. очаг, т. е. жить с кем-л. под одной крышей.
}}
}}