Anonymous

παρεκβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, κρητ. τ. [[παρεσβαίνω]] Α [[εκβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[βγαίνω]] έξω από [[κάτι]], απομακρύνομαι<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> παρεκτρέπομαι, [[βγαίνω]] από τον δρόμο μου, [[παρεκκλίνω]], [[αποκλίνω]], [[λοξοδρομώ]]<br /><b>3.</b> (για ρήτορες ή συγγραφείς) [[βγαίνω]] από το [[κυρίως]] [[θέμα]] της ομιλίας ή του συγγράμματος, [[κάνω]] [[παρέκβαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπερβαίνω]], [[παραβαίνω]], [[παρανομώ]] («τὸ πᾱν Διὸς [[σέβας]] παρεκβάντες οὐ θεμιστῶς», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=ΝΑ, κρητ. τ. [[παρεσβαίνω]] Α [[εκβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[βγαίνω]] έξω από [[κάτι]], απομακρύνομαι<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> παρεκτρέπομαι, [[βγαίνω]] από τον δρόμο μου, [[παρεκκλίνω]], [[αποκλίνω]], [[λοξοδρομώ]]<br /><b>3.</b> (για ρήτορες ή συγγραφείς) [[βγαίνω]] από το [[κυρίως]] [[θέμα]] της ομιλίας ή του συγγράμματος, [[κάνω]] [[παρέκβαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπερβαίνω]], [[παραβαίνω]], [[παρανομώ]] («τὸ πᾱν Διὸς [[σέβας]] παρεκβάντες οὐ θεμιστῶς», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρεκβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], αόρ. βʹ <i>παρεξέβην</i>·<br /><b class="num">1.</b> με γεν., [[ανοίγω]] το [[βήμα]] μου [[μακριά]] από, απομακρύνομαι από, σε Ησίοδ., Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[υπερβαίνω]], [[παραβιάζω]], σε Αισχύλ., Αριστ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., παρεκτρέπομαι, σε Αριστ.· κάνω [[παρέκβαση]], στον ίδ.
}}
}}