Anonymous

περιδέραιος: Difference between revisions

From LSJ
5
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μπαίνει ή φοριέται [[γύρω]] από τον τράχηλο, από τον λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δέρη]] «[[λαιμός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μπαίνει ή φοριέται [[γύρω]] από τον τράχηλο, από τον λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δέρη]] «[[λαιμός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιδέραιος:''' -ον ([[δέρη]]), αυτός που περνά γύρω από το λαιμό· ως ουσ., [[περιδέραιον]], <i>τό</i>, [[περιδέραιο]], [[κολιέ]], σε Αριστ., Πλούτ.
}}
}}