Anonymous

περιδέραιος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιδέραιος:''' -ον ([[δέρη]]), αυτός που περνά γύρω από το λαιμό· ως ουσ., [[περιδέραιον]], <i>τό</i>, [[περιδέραιο]], [[κολιέ]], σε Αριστ., Πλούτ.
|lsmtext='''περιδέραιος:''' -ον ([[δέρη]]), αυτός που περνά γύρω από το λαιμό· ως ουσ., [[περιδέραιον]], <i>τό</i>, [[περιδέραιο]], [[κολιέ]], σε Αριστ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιδέραιος:''' надеваемый (надетый) на шею ([[κόσμος]] Plut.).
}}
}}