3,277,309
edits
(31) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-<i>ατος</i>, το, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[μακριά]] πάνινη [[λωρίδα]] σε [[σχήμα]] επιμήκους ορθογωνίου που χρησιμοποιείται ως [[παραπέτασμα]], σε μικρά ιστιοφόρα ή αλιευτικά [[σκάφη]] με [[χαμηλά]] [[έξαλα]] και έχει σκοπό να προφυλάξει το [[πλοίο]] από την [[εισροή]] νερού εξαιτίας πλάγιων κυματισμών, αλλ. [[κατάβλημα]], κν. [[μουσαμάς]] της μπάντας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που απλώνεται [[κατά]] [[μήκος]] ή [[πάνω]] από [[κάτι]] ως [[παραπέτασμα]] για την [[προστασία]] του<br /><b>2.</b> [[παραπέτασμα]] από [[δέρμα]] ή από κετσέ που απλωνόταν [[κατά]] [[μήκος]] τών πλευρών τών πλοίων για [[προστασία]] τών [[ανδρών]]<br /><b>3.</b> το [[δέσιμο]] τών επιδέσμων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[παράρρυμα]] ποδός» — [[κάλυμμα]] του ποδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥῦμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρύω]] [Ι] «[[σύρω]], [[τραβώ]]»)]. | |mltxt=-<i>ατος</i>, το, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[μακριά]] πάνινη [[λωρίδα]] σε [[σχήμα]] επιμήκους ορθογωνίου που χρησιμοποιείται ως [[παραπέτασμα]], σε μικρά ιστιοφόρα ή αλιευτικά [[σκάφη]] με [[χαμηλά]] [[έξαλα]] και έχει σκοπό να προφυλάξει το [[πλοίο]] από την [[εισροή]] νερού εξαιτίας πλάγιων κυματισμών, αλλ. [[κατάβλημα]], κν. [[μουσαμάς]] της μπάντας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που απλώνεται [[κατά]] [[μήκος]] ή [[πάνω]] από [[κάτι]] ως [[παραπέτασμα]] για την [[προστασία]] του<br /><b>2.</b> [[παραπέτασμα]] από [[δέρμα]] ή από κετσέ που απλωνόταν [[κατά]] [[μήκος]] τών πλευρών τών πλοίων για [[προστασία]] τών [[ανδρών]]<br /><b>3.</b> το [[δέσιμο]] τών επιδέσμων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[παράρρυμα]] ποδός» — [[κάλυμμα]] του ποδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥῦμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρύω]] [Ι] «[[σύρω]], [[τραβώ]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παράρρῡμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε εξαπλώνεται στα πλάγια· δερμάτινο ή μάλλινο [[παραπέτασμα]] που απλώνεται στα [[πλευρά]] των πλοίων για να προστατεύει τους άνδρες, σε Ξεν. | |||
}} | }} |